Το τροχαίο που μου άλλαξε τη ζωή
Έχουν περάσει τρία χρόνια ακριβώς, Από εκείνο το μεσημέρι της 19ης Μαΐου το 2013, ήταν Κυριακή. Αν έβαζα ένα τίτλο θα ήταν "όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος". Ήμουν για καφέ στη Γλυφάδα και αποφασίσαμε να πάμε Βουλιαγμένη. Ο καιρός ζεστός, καλοκαίρι κανονικό ήταν. "Μην πάρεις αμάξι, που θα βρεις να παρκάρεις; Έλα μαζί με τη μηχανή", μου είπε ο φίλος μου ο Βασίλης. Η ιδέα μου φάνηκε ιδανική. Ήλιος, βόλτα με τη μηχανή, "τέλεια", είπα και ανέβηκα. Χωρίς κράνος, φορώντας σορτσάκι και προφανώς κοντομάνικο. Ευτυχώς φορούσα πλατφόρμες εκείνη τη μέρα, γιατί σήμερα δεν ξέρω αν θα είχα πόδι. Κι ενώ μόλις έχουμε ξεκινήσει και χαζολογάμε, πηγαίνοντας πολύ αργά, ένα αυτοκίνητο παραβιάζει το STOP και σε κλάσματα δευτερολέπτου βρισκόμαστε στην άσφαλτο. Είναι η στιγμή που βλέπεις το αυτοκίνητο να έρχεται και λες "δεν μπορεί, θα σταματήσει, μας είδε, δεν μπορεί". Ε, το αυτοκίνητο δεν σταμάτησε. Θυμάμαι πως δεν ένιωθα τα πόδια μου και τινάχτηκα επάνω για να δω αν περπατάω. Ο φελός της πλατφόρμας μου κόπηκε στα δύο (ναι, το πόδι μου θα ήταν αν φορούσα flat), τα χέρια και τα πόδια μου μέσα στα αίματα, ζαλάδα, μελανιές παντού και μια πληγή πάνω από το μάτι μου που αιμοραγγούσε. Από εκεί και πέρα όλα έγιναν τόσο γρήγορα, σαν όνειρο, το οποίο δεν θυμάμαι και ολόκληρο. Ασθενοφόρο, Ασκληπιείο Βούλας, αστυνομία, καταθέσεις, εξετάσεις, ακτινογραφίες, αναλύσεις αίματος και οι φίλοι μου. Πού βρέθηκαν όλοι αυτοί στο Νοσοκομείο; Από πού ήρθαν; Ποιος τους το είπε; Τηλέφωνα στον αδελφό μου στη Θεσσαλονίκη κάθε πέντε λεπτά, "μην τυχόν πεις τίποτα στη μαμά", τον όρκιζα, είχα κι αυτόν τον καημό. Μετά από ώρες, εξιτήριο, με δέκα μέρες αναρρωτική για αρχή και βλέπουμε, "έχεις χτυπήσει πολύ στο κεφάλι και τη μέση", μου είπε ο γιατρός. Περάσαμε όλη τη νύχτα σε φιλικό σπίτι, να με ξυπνάνε κάθε δύο ώρες για να δουν ότι είμαι καλά. Η επόμενη μέρα είχε ξανά -άλλους- γιατρούς, -άλλες- εξετάσεις, φάρμακα, αντιβιώσεις, γάζες και την κουμπάρα μου, 5 μηνών έγκυο να μένει στο σπίτι μου και να ξαγρυπνάει μην πάθω κάτι. Ψέματα στους γονείς μου, "ένα μικρό ατύχημα είχα, λίγο το γόνατο χτύπησα". Το οποίο γόνατο δεν μπορούσα να κουνήσω, το μάτι μου μαύρο και πρησμένο, με το φίλο μου το Γιάννη να κάνει κομπρέσες να περάσει κι εμένα να κλαίω συνεχώς. Κι ύστερα τα δύσκολα, τα ψυχολογικά. Τι ΘΑ μπορούσα να έχω πάθει, τι κακό ΘΑ έκανα στον εαυτό μου για μια βλακεία. Κλάματα και άσχημες σκέψεις. Κόσμος στο σπίτι, μη μ' αφήσουν λεπτό μόνη, έβλεπα το σοκ στα πρόσωπά τους όταν με αντίκρυζαν, πως να το κρύψουν οι άνθρωποι; Ήμουν παραμορφωμένη. "Πήγαινέ με μια βόλτα με το αυτοκίνητο, σε παρακαλώ, έχει ήλιο", είπα στην Ιωάννα μετά από τέσσερις μέρες στο σπίτι και δε μου χάλασε χατίρι. Κουτσαίνοντας βγήκα έξω, με τα μάτια μου να τρέχουν συνεχώς. Και τώρα τρέχουν που σου τα γράφω αυτά. Τρία πράγματα συνειδητοποιείς εκείνες τις ζόρικες στιγμές. Ποιοι είναι κοντά σου στ' αλήθεια, ποιοι δεν είναι και πόσο πρέπει να προσέχεις τον πολυτιμότερο άνθρωπο στη ζωή σου, τον εαυτό σου. Θυμάμαι ποιοι ήταν στο σπίτι μου, αλλά θυμάμαι πολύ καλά και ποιοι δεν ήταν. Και σήμερα προφανώς δεν είναι στη ζωή μου. Όχι εκδικητικά φυσικά. Απλά δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Και σήμερα που πέρασαν τρία χρόνια από εκείνο το τροχαίο (δεν έχω ξαναανέβει σε μηχανή), πήγα τυχαία εκεί που με είχε πάει η Ιωάννα. "Γιατί γελάς;", με ρώτησε η Κωνσταντίνα το μεσημέρι, την ώρα που πίναμε καφέ και χαμογελούσα χωρίς ιδιαίτερο λόγο. "Και γιατί να μην γελάω;", της είπα. "Η ζωή είναι τόσο ωραία". Και το εννοούσα. Όταν καταλάβεις πόσο ξεχωριστή και υπέροχη είναι η κάθε στιγμή, θα εκτιμήσεις τα πάντα. Μην περιμένεις να τα χάσεις για να τα νοσταλγήσεις όταν τα είχες. Ζήστα τώρα. Εκείνο το τροχαίο μου άλλαξε τη ζωή και σε κάθε δυσκολία το φέρνω στο μυαλό μου για να συνέρχομαι αναλογιζόμενη πόσο εφήμερα είναι όλα και πόσο χαζά όταν έχουμε την υγεία μας.